- ῥαπίσμασιν
- ῥάπισμαstrokeneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ράπισμα — το / ῥάπισμα, ίσματος, ΝΜΑ [ῥαπίζω] χτύπημα στο πρόσωπο με ανοιχτή παλάμη τού χεριού (α. «oἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλλον», ΚΔ β. «ῥάπισμα κατεδέξατο ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ», εκκλ.) νεοελλ. μτφ. ηθική μείωση ή οδυνηρή έκπληξη… … Dictionary of Greek